- ἁλώσεις
- ἅλωσιςcapturefem nom/voc pl (attic epic)ἅλωσιςcapturefem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
погоублениѥ — ПОГОУБЛЕНИ|Ѥ (29), ˫А с. Действие по гл. погѹбити. 1.В 1 знач.: Заклань˫а же и градомь погублень˫а… не ѿнудьнудно [вм. ѿнудьно] бываеть. на ползу инѣмъ. (ἁλώσεις) ПНЧ к. XIV, 112в; | образн.: смотримъ ѹбо ѥгда како вскочить нѣкто въ градъ д҃шь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek